Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ταυτότητα αγγέλων εκπεσόντων...



Ανοιξιάτικη νύχτα, καθάρια, λίγη ψύχρα κι ένας ουρανός γεμάτος άστρα. Σιωπή... Κι άλλη σιωπή... Ένα τριζόνι προσπαθεί να τη διαλύσει, μάταια όμως, παραδίνεται σ' αυτήν... Κι έπειτα σιωπή ξανά! Μια νύχτα σαν κι αυτή δε θα 'πρεπε κανείς να είναι μόνος. Μα τίποτα δεν είναι όπως θα 'πρεπε στον κόσμο ετούτο. Σκέψη πικρή και βασανιστική μα τόσο αληθινή...

 Η οθόνη φωτεινή, γεμάτη χρώματα κι εικόνες και μουσικές θλιμμένες. Πότε θα πάψει αυτή η μοναξιά; «Δε θα πάψει!», «Δε γίνεται να πάψει!»... Η φωνή μες στο κεφάλι της σχεδόν ούρλιαζε! Τόσα βράδια μόνη και κανείς πουθενά να απλώσει ένα χέρι, κανείς πουθενά να χαρίσει ένα χάδι, κανείς πουθενά να γυρέψει ένα φιλί...

 Το ραδιόφωνο στη διαπασών, μόνη συντροφιά για ώρες, φίλοι από κάθε άκρη του κόσμου μαζεμένοι σε ένα chat room, μοιράζονται στιγμές, σκέψεις, συναισθήματα, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά. Ένα τσιγάρο στριφτό στο τασάκι, σιγοκαίει αφήνοντας πίσω μόνο καπνό και στάχτη, σαν και τη ζωή της.

Που είναι εκείνη η αγάπη που ονειρεύτηκε; Θα ‘ταν απλό είχε πιστέψει. Μια αγάπη θέλει αγάπη για να ζει, κι απ’ αυτήν είχε πολλή να δώσει σ’ εκείνον που θα τη ζητούσε. Λάθος εκτίμηση γεμάτη πόνο. Μια αγάπη θέλει αγάπη μόνο για να ζει μα δεν υπάρχει κανείς να τη ζητήσει...

 Ξαφνικά ένα συννεφάκι στην οθόνη, μια ειδοποίηση, ένα μήνυμα. Κάποιος φίλος που τη θυμήθηκε ίσως, ίσως κάποιο διαφημιστικό. Ένα κλικ και το συννεφάκι ανοίγει. Ένας γνωστός, από μακριά κι εκείνος, ρωτάει τα τυπικά. «Τί κάνεις; Πως τα περνάς;» κι η κουβέντα ξεκινά. Στίχοι και μουσικές που κάποτε γραφτήκαν η αφορμή, κι ερωτήματα βγαλμένα από μια ψυχή πληγωμένη μα όχι παραιτημένη. «Πόσο ψηλά μπορεί να φτάσεις μ’ ένα φτερό μονάχα;», «Πόσα δάκρυα πρέπει να χυθούν για να ξεπλύνεις μια πληγή;», «Πόσες ζωές χρειάζονται για να μάθεις να ζεις;»...

 Η καρδιά φτερούγισε, «Μου μοιάζεις!...» του είπε, «...μην πονάς, θα είμαι εδώ να σου κρατάω το χέρι, σ’ αγαπώ!». Κι ήταν κάθε της λέξη αληθινή, κάθε συναίσθημα βγαλμένο απ’ την καρδιά και την ψυχή. Δεν ήταν έρωτας, ήταν αγάπη... Αγάπη! Και το χαμόγελο καρφώθηκε στα χείλη της σαν ένιωσε πως κι εκείνος αντέδρασε το ίδιο.

 Ίδιοι ήταν, έκπτωτοι άγγελοι, μ’ ένα φτερό στον ώμο ο καθένας, καταδικασμένοι ν’ αναζητάνε τον Παράδεισο μέσα απ’ της Κόλασης τις φλόγες. Μα η Μοίρα τους υπεύθυνη δεν ήταν για όσα τους βασάνιζαν, όχι, δεν ήταν εκείνη που έφταιγε. Οι επιλογές τους ήταν η μόνη αιτία για κάθε πόνο... τη Μοίρα τους την όριζαν οι ίδιοι! Κι αυτή τη Μοίρα ένωσαν οι δυο τους αναζητώντας γι’ ακόμα μια φορά τη λύτρωση μέσα από την ανάμνηση των επιλογών τους, εκείνη την ανάμνηση που τις πληγές τους κράταγε ανοιχτές!

 Ένα τηλέφωνο χτυπάει. Είν’ η φωνή του! Ζεστή φωνή, σαν αγκαλιά, την παγωνιά που διώχνει. Η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή, προσπαθεί να το κρύψει, δε θέλει εκείνος να καταλάβει. Αδύνατο! Το κάθε της συναίσθημα μ’ αγρίμι μοιάζει, τις αλυσίδες κομμάτια κάνει και ξεχύνεται ελεύθερο, δίχως κανένα δισταγμό. Παρουσιάζεται εμπρός του και περιμένει τη στιγμή που εκείνος θα απλώσει το χέρι, δίχως να γνωρίζει το χάδι του αν θα νιώσει ή την οργή του.

 Αγάπη ήταν που έγινε έρωτας, και θέλησε όσα του έμελλε να ζήσει, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μα είναι η απόσταση φονιάς, σκοτώνει κάθε προδοκία, δηλητηριάζει κάθε στιγμή, κάνει τα όνειρα εφιάλτες. Και κάθε πράξη αδύνατη φαντάζει! Δεν είναι όμως... Αρκεί να δοκιμάσεις τη Μοίρα σου να ορίσεις ακόμα μια φορά! Κι ας είναι λάθος ο ορισμός, ας είναι λάθος κι ο προορισμός ακόμα. Σημασία καμιά δεν έχει! «Δως μου ένα δρόμο να διαβώ, ταξίδι για ν’ αρχίσω, δίχως κανένα προορισμό, κάθε στιγμή να ζήσω»...

 Δεν είναι λογικό, δεν πρέπει να γίνει. Όταν φωτιά θα παίρνει το κορμί ποιά θάλασσα θα ‘ρθει για να τη σβήσει; Μάτια υγρά και πόνος στην καρδιά. Αλήθεια ήταν, κάθε συναίσθημα, μα τώρα χρειάζεται να πάψει να υπάρχει. Πόση ειρωνεία θέε μου... να πρέπει να πονέσεις για να αποφύγεις τον πόνο... Το τίμημα της λογικής είν’ ακριβό και με ψυχή πληρώνεται!

 Τώρα απέμειναν μονάχα οι αναμνήσεις, τόσο λίγες, τόσο έντονες... Πληγές ανοιχτές, ταυτότητα αγγέλων εκπεσόντων!

 «Στα μάτια σου ζητάω να χαθώ, μα εσύ τα βλέφαρά σου κλείνεις, στην αγκαλιά σου θέλω να κρυφτώ, σαν πληγωμένο, ο έρωτας, αγρίμι...»


ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΜΠΩ...

Οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεχύνονται σαν άγρια άλογα που ελεύθερα καλπάζουν σε καταπράσινα λιβάδια...
Θεατής, ανήμπορος να τα ελέγξω, εγώ...
Το ποδοβολητό τους αισθάνομαι στο στήθος μου μέσα κάθε φορά που μια γραφή ολοκληρώνεται...
Παίρνει ζωή, οργανισμός αυτόνομος, μοναδικός...
Αναμνήσεις ενός μελλοντικού ονείρου...
Ξεκομμένο από κάθε παρελθόν ή παρόν...
Ικανό να προσφέρει τον Παράδεισο μέσα από της Κόλασης τις φλόγες...
Την ψυχή μου μπρος στα μάτια σας ακουμπώ...
Απόψε...

Page copy protected against web site content infringement by Copyscape
Blog Widget by LinkWithin