"Βουλή των Ελλήνων"
βουλή, η (συνήθ. πληθ.) : θέληση, απόφαση: Oι βουλές του Θεού / των ανθρώπων. (έκφρ.) άγνωστες οι βουλές του Yψίστου. [αρχ. βουλή `απόφαση ύστερα από σκέψη΄]
Κι όμως...
...δε θυμάμαι να θέλησα τα όσα διαδραματίζονται στη χώρα μου σήμερα.
...δε θυμάμαι να αποφάσισα τα παιδιά μου να ζουν σε ένα ζοφερό παρόν περιμένοντας ένα αμφίβολο μέλλον.
...δε θυμάμαι να θέλησα να εργάζομαι 18 ώρες τη μέρα (όταν καταφέρνω να μην είμαι άνεργη) προσπαθώντας να τους προσφέρω τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους.
...δε θυμάμαι να αποφάσισα η μόνη μου απάντηση όταν οι γνωστοί με ρωτάνε «τί κάνεις;» να είναι πάντα «υπομονή».
...δε θυμάμαι να θέλησα το ευρώ, τα δάνεια, το μνημόνιο, τη λιτότητα.
...δε θυμάμαι να αποφάσισα για τίποτα από όλα αυτά.
Η Βουλή των Ελλήνων είναι κάτι περισσότερο από ένα κτίριο.
Και ίσως αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να θυμηθούν οι 300σιοι υπάλληλίσκοι μας μέσα σ’ αυτό...