Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Οι ώρες της σιωπής...


Βαριά τα σύννεφα, σκοτεινιά... Πιότερο με σούρουπο έμοιαζε κι όχι με πρωινό. Τσουχτερό το κρύο σήμερα, χιόνια πολλά στα ορεινά προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι και, κατά πως φαίνεται, θα βγαίναν αληθινοί.

Το σπίτι πλάι στο δρόμο είχε τα παραθυρόφυλλα κλειστά ακόμα. Παλιά ξύλινα παραθυρόφυλλα, σε χρώμα γαλανό, ξεθωριασμένο απ' τον καιρό, μπλέ σκούρο θα 'ταν κάποτε θαρρώ. Μεγάλο σπίτι, αρχοντικό, μα γέρικο και σχεδόν εγκαταλελειμένο πια.

Παιδιά στα πεζοδρόμια, τυλιγμένα σε παλτά και σε κασκόλ, με βήματα γοργά στα σχολειά τους πήγαιναν. Όλα τα σχολεία στην ίδια κατεύθυνση, όλα τα παιδιά μπροστά από το σπίτι πέρναγαν, κάθε μέρα, χρόνια και χρόνια.

Λίγα μέτρα πιο πέρα η εκκλησία του χωριού, εκεί τελούσαν τα μυστήριά τους οι κάτοικοι, γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες, χαρές και λύπες, όλα εκεί. Και η καμπάνα να χτυπά κάθε μια ώρα μετρώντας το χρόνο που έφευγε και πίσω δε γύριζε ποτέ.

Μέσα στο σπίτι μια γυναίκα, ντυμένη τη νυχτικιά της, έψηνε καφέ ελληνικό σ' ένα γκαζάκι κι ετοίμαζε ένα πιατάκι με βουτήματα που η ίδια είχε φτιάξει. Ο καφές άχνιζε στο μπρίκι και σαν φούσκωσε πήρε τη θέση του σ' ένα μικρό φλιτζανάκι όπως κάθε πρωί. Η γυναίκα πήρε το φλιτζάνι και, μαζί με τα βουτήματα, το ακούμπησε στα τραπέζι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο κι έπειτα άνοιξε τα παραθυρόφυλλα να μπει φως στο δωμάτιο.

Ο δρόμος γεμάτος αυτοκίνητα, φασαρία πολλή, μα δεν την ενοχλούσε πια, είχε συνηθίσει. Ίσως και να της άρεσε λιγάκι μιας και του σπιτιού της τη σιωπή δεν άντεχε πλέον.

Ο καφές στο φλιτζάνι τελείωσε, δυο ρουφηξιές όλες κι όλες, η γυναίκα σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι και ετοιμάστηκε για την καθιερωμένη της ρουτίνα. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, μαγείρεμα. Το απόγευμα ίσως ερχόταν κάποια φίλη να κεντήσουν παρέα και να μιλήσουν, για τις ζωές των άλλων, ποτέ για τις δικές τους. Αν και, ακόμα κι εκείνες οι φίλες, ολοένα και λιγόστευαν. Έπαιρναν μία μία το δρόμο για το στερνό ταξίδι, εκείνο το ταξίδι που ήξερε πως σύντομα κι εκείνη θα έκανε.

Δε μιλούσε για τη ζωή της συχνά στους άλλους, απέφευγε να θυμάται τα χρόνια που πέρασαν, τα όσα έζησε, μα κυρίως όλα εκείνα που ποτέ δεν κατάφερε να ζήσει. Και όταν καμιά φορά με τις φίλες αναπολούσε τα χρόνια της χαμένης νιότης γρήγορα άλλαζε κουβέντα για να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυα που τα μάτια της πλημμύριζαν.

Της εκκλησίας το ρολόι μετρούσε τις ώρες...
Έντεκα, δώδεκα, μία, ...τρείς.

Σύντομα έφτασε το απόγευμα και μαζί του η κυρα-Κατίνα, ήρθε να δει την καλή της φιλενάδα.

-Μαρία, μέσα είσαι;
-Μέσα είμαι Κατίνα, σε περίμενα, πέρνα...


Το τραπέζι στρωμένο ξανά, λίγη πορτοκάλαδα και γλυκό του κουταλιού. Χήρα η Κατίνα τα τελευταία δέκα χρόνια, είχε δυο κόρες και πέντε εγγόνια, ο πιο μεγάλος στο πανεπιστημίο ήταν, γιατρός σπούδαζε, η μικρότερη σημαιοφόρος στο σχολείο της, δημοτικό πήγαινε ακόμα, και η Κατίνα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι και όλο για τα κατορθώματά τους μιλούσε. Και η Μαρία κεντούσε αμίλητη και χαμογελούσε συχνά σαν άκουγε τη φιλενάδα της τόσο ευτυχισμένη και περήφανη.

Και το ρολόι μετρούσε τις ώρες...
Πέντε, έξι, επτά, ...εννιά.

Η Κατίνα είχε από ώρα επιστρέψει στο σπίτι και την οικογένειά της αφήνοντας μόνη τη Μαρία. Μόνη, να κεντάει και να σκέφτεται. Τη ζωή που ποτέ δε μπόρεσε να ζήσει.

Το κέντημα άφησε από τα χέρια της και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Προς το υπνοδωμάτιο κατευθύνθηκε, και ένα κασελάκι ξύλινο, που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, πλησίασε. Έσκυψε, το άνοιξε και έμεινε εκεί, να κοιτάει μέσα, όλα όσα τόσα χρόνια φύλαγε σαν θησαυρό κοντά της.

Τα χέρια άπλωσε, έκανε στην άκρη πλεχτά και κεντήματα, φτιαγμένα από εκείνη, για την προίκα της, και μια φωτογραφία ασπρόμαυρη έβγαλε. Ένα ζευγάρι, πιασμένο χέρι με χέρι, απεικόνιζε. Και στο βλέμμα τους μόνο αγάπη μπορούσες ν' αντικρίσεις. Τα μάτια της βούρκωσαν, πήρε τη φωτογραφία και έκατσε στο κρεβάτι.

Ποτέ της δεν έφυγε έξω απ' το χωριό της, ποτέ της δεν ταξίδεψε, ποτέ δεν έκανε παιδιά, ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Γεροντοκόρη τη φωνάζαν στο χωριό κι εκείνη πονούσε σαν το άκουγε κι έπειτα στο μυαλό της έφερνε εκείνον, το μόνο άνδρα που ερωτεύθηκε, που αγάπησε, το μόνο άνθρωπο σ' αυτό τον κόσμο που του δόθηκε ολοκληρωτικά, ψυχή και σώμα, και ξέχναγε κάθε πονό.

Οι δυο τους ήταν το ζευγάρι της φωτογραφίας, λίγο πριν εκείνος φύγει για τον πόλεμο, λίγο πριν της υποσχεθεί πως σύντομα μαζί θα ήταν πάλι, θα παντρεύονταν και θα έκαναν πολλά παιδιά, λίγο πριν του δοθεί για πρώτη ...και τελευταία φορά.

Εκείνος έφυγε, η πατρίδα τον καλούσε, μα η σκέψη του πάντα σ' εκείνη ήταν, για κείνη πολεμούσε, για την ελευθερία της, για να μπορούν οι καρποί του έρωτά τους να ζουν σε ένα κόσμο δίχως προστάτες κι αφεντάδες. Για να μπορούν τα όνειρα, που μαζί έκαναν, πραγματικότητα να γίνουν. Και της έγραφε, κάθε μέρα της έγραφε περιγράφοντάς της τις σκληρές συνθήκες στο μέτωπο, τις άγριες εικόνες του πολέμου μα και κάθε του συναίσθημα, κάθε σταγόνα δάκρυ που απ' τα μάτια του κυλούσε όταν, τις νύχτες, ένιωθε την ανάγκη του κορμιού της, τόσο έντονη, το κορμί του να μουδιάζει. Και κάθε γράμμα τέλειωνε πάντα με την ίδια φράση "Μην κλαις Μαρία μου, μη φοβάσαι, σύντομα κοντά σου θα 'μαι, σύντομα..."

Οι μέρες περνούσαν, ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, εκείνη τον ταχυδρόμο περίμενε, κάθε μέρα, για μήνες, με λαχτάρα, και, όταν το γράμμα έφτανε, κλεινόταν στο δωμάτιό της και διάβαζε, ξανά και ξανά, κι εκείνον σκεφτόταν και τα όνειρα που μαζί του έκανε. Ώσπου μια μέρα έπαψε να παίρνει γράμματα. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον ταχυδρόμο μα πάντα η απάντηση αρνητική ήταν.

Κι οι μέρες περνούσαν...
Κι η σιωπή μεγάλωνε...

Ο πόλεμος τελείωσε κάποτε, οι άνδρες του χωριού επέστρεφαν, ο ένας μετά τον άλλο, όχι όμως κι εκείνος. Έψαχνε καιρό πολύ να μάθει τι απέγινε μα κανείς δε γνωρίζε τίποτα για την τύχη του. Ώσπου έπαψε να ρωτάει. Έμεινε μόνη, στο άδειο της σπίτι, να τον σκέφτεται και να τον περιμένει χωρίς να γίνεται βάρος στους άλλους κάνοντας ερωτήσεις που αναπάντητες θα έμεναν.

Κοίταξε ακόμα μια φορά τη φωτογραφία, "σε περιμένω, ακόμα περιμένω, πάντα περιμένω" ψιθύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι ακουμπώντας τη δίπλα στο προσκέφαλό της. Τα μάτια έκλεισε κι αποκοιμήθηκε.

Σκοτάδι κι ησυχία τύλιξαν το γέρικο κορμί της όταν ξαφνικά μια φωνή διέκοψε τον ύπνο της.

-Μαρία... Μαρία μου...

Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, τα μάτια άνοιξε και τον είδε. Στεκόταν εκεί, μπροστά της, τυλιγμένος στο φως, νέος και όμορφος, όπως ακριβώς ήταν τη μέρα που την άφησε, την τελευταία φορά που τον είδε.

-Μαρία μου... Ήρθα... Στο είπα πως θα έρθω, θυμάσαι;
-Θυμάμαι αγάπη μου, ναι, θυμάμαι...

Δάκρυα ξανά γέμισαν τα μάτια της μα ήταν χαράς κι όχι λύπης αυτή τη φορά. Τον κοίταζε με λατρεία, φοβόταν μήπως ήταν απλά ένα όνειρο, μήπως ξυπνήσει και χαθεί για πάντα από κοντά της. Μα εκείνος άπλωσε το χέρι του και της έγνεψε να του δώσει το δίκο της.

-Έλα Μαρία, δε χρειάζεται να περιμένεις πια, είμαι εδώ, μαζί σου... Για πάντα μαζί σου...

Το χέρι της άπλωσε και το δικό του άγγιξε, το σώμα της ένιωσε δίχως βάρος κανένα, ανάλαφρο, λες κι ήταν νέα ξανά, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και τον αγκάλιασε. Στα μάτια του κοίταζε αδιάκοπα και τα δάκρυα δεν έλεγαν να πάψουν να κυλάνε.

-Μην κλαις Μαρία... μη φοβάσαι... σ' αγαπάω κι είμαι εδώ... μαζί σου...

Με δύναμη τον έσφιξε στην αγκαλιά της και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του, σ' ένα φιλί που χρόνια περίμενε να νιώσει.

Το χάραμα έφτασε, οι δρόμοι αυτοκίνητα γέμισαν, τα παιδιά ξεκίνησαν ξανά για το σχολείο τους και στο παλιό σπίτι τα παραθυρόφυλλα έμεναν κλειστά.

Της εκκλησίας το ρολόι τις ώρες μέτραγε...
Επτά, οκτώ, εννιά...

Η κυρα-Κατίνα στάθηκε έξω από την πόρτα του παλιού αρχοντικού.

-Μαρία είσαι μέσα; Άνοιξε, θ' αργήσουμε για τη λαϊκή, τίποτα δε θα προλάβουμε πάλι.

Περίμενε για λίγο ν' ακούσει τη φωνή της φιλενάδας της μα τη σιωπή διαδέχθηκε κι άλλη σιωπή. Χτύπησε την πόρτα και φώναξε ξανά το όνομά της. Μα απάντηση δεν πήρε...

Δίπλα στην πόρτα μια γλάστρα έστεκε, μ' ένα βασιλικό. Εκεί φυλούσε η Μαρία πάντα ένα κλειδί, για ώρα ανάγκης. Η Κατίνα έσκυψε, ανασήκωσε τη γλάστρα τόσο όσο χρειαζόταν για να πιάσει το κλειδί και άνοιξε την πόρτα.

-Μαρία...;

Ένας φόβος την ψυχή της γέμισε...
Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο κι εκεί την είδε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, γαλήνια, χαμογελαστή, και στην αγκαλιά της σφιχτά κρατούσε μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία αγκαλιά μ' εκείνον, το μόνο άνδρα που αγάπησε. Και τότε η Κατίνα κατάλαβε...
Την πλησίασε, χάιδεψε τα μαλλιά της κι ένα φιλί απαλά ακούμπησε στο μέτωπό της...

-Ήρθε λοιπόν... δεν περίμενες άδικα Μαρία μου... Καλό σου ταξίδι γλυκιά μου... καλό ταξίδι...

Και το ρολόι μετρούσε το χρόνο που έφευγε και πίσω δε γύριζε...


ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΜΠΩ...

Οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεχύνονται σαν άγρια άλογα που ελεύθερα καλπάζουν σε καταπράσινα λιβάδια...
Θεατής, ανήμπορος να τα ελέγξω, εγώ...
Το ποδοβολητό τους αισθάνομαι στο στήθος μου μέσα κάθε φορά που μια γραφή ολοκληρώνεται...
Παίρνει ζωή, οργανισμός αυτόνομος, μοναδικός...
Αναμνήσεις ενός μελλοντικού ονείρου...
Ξεκομμένο από κάθε παρελθόν ή παρόν...
Ικανό να προσφέρει τον Παράδεισο μέσα από της Κόλασης τις φλόγες...
Την ψυχή μου μπρος στα μάτια σας ακουμπώ...
Απόψε...

Page copy protected against web site content infringement by Copyscape
Blog Widget by LinkWithin