Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ανατροπή..



«Σημάδια... Πόσα ακόμα θα αντέξει να μετράει η ψυχή μου; Πόσες στιγμές ακόμα θα πάψουν να είναι μαγικές αφήνοντας πίσω τους πίκρα και δάκρυ; Δεν υπάρχει αλήθεια σε έναν κόσμο ψεύτη. Όσο κι αν έψαξα δε μπόρεσα να τη βρω. Κι αν ίσως υπάρχει δεν είναι αλήθεια που εγώ αξίζω να έχω. Άλλο συμπέρασμα δε μπορώ να βγάλω...» 

 Αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν ακόμα μια νύχτα το μυαλό της. Σε ένα σπίτι άδειο από φως, μες στη σιωπή της μοναξιάς της, μάταια προσπαθούσε να βρει μια έξοδο από το λαβύρινθο της απόγνωσης.   

Λίγος καιρός είχε περάσει από τότε που ένιωθε όμορφη, ποθητή, ζωντανή. Τότε που ο έρωτας της είχε χτυπήσει την πόρτα, ξανά, έπειτα από πολύ καιρό, σε μια στιγμή που είχε πάψει να ελπίζει, που είχε πάψει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους και τα λόγια τους. Ήταν η στιγμή εκείνη που κάθε ήχος έγινε μουσική, κάθε λέξη στίχος και τα συναισθήματα ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο. 

Καλοκαιράκι. Νύχτες μικρές μα γεμάτες. Η παρουσία του ήταν αρκετή για να γεμίσει ευτυχία κάθε πτυχή του εαυτού της. Ένα άγγιγμά του, ένα βλέμμα του, μια ανάσα, ένα καρδιοχτύπι. Όλα όσα απλόχερα της έδινε στις λίγες ώρες που μπορούσε να είναι μαζί της. Εκείνη μόνη από καιρό, σ’ έναν αγώνα βιοπάλης που δε μπορούσε να αποφύγει. Εκείνος κουρασμένος από μια κατάσταση που φαινόταν μη αναστρέψιμη, σε μια σχέση ζωής που έμοιαζε βραχνάς εκείνη τη στιγμή. Ήταν μοιραία η νύχτα που βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Μια σπίθα είναι αρκετή να δώσει φλόγα δυνατή. Πυρκαγιά! 

 Οι μέρες περνούσαν γοργά. Εκείνη, τη μορφή του περίμενε να φανεί μες στο σκοτάδι για να νιώσει τη ζωή να τρέχει στις φλέβες της. Εκείνος, χρόνο ξέκλεβε για να της τον χαρίσει, για να γευτεί τον έρωτα στην αγκαλιά της. Κι η ευτυχία έβρισκε τον ορισμό της στη σχέση τους. Μα δεν κράτησε... 

Ανατροπή! Κάθε σχέση ζωής αξίζει μια ευκαιρία πριν πάψει να ελπίζει στο μέλλον της. Κι εκείνος δε μπόρεσε να αρνηθεί να τη δώσει όταν του ζητηθήκε. Μα δεν άντεχε να χάσει κι εκείνη... τη γυναίκα που έδινε νόημα στις στιγμές του, εκείνη που ένιωθε πως τον συμπλήρωνε και του έδινε τα φτερά που γύρευε για πετάει. Έκλαψε μπροστά της όταν του είπε πως δε χωρούσε στη ζωή του έπειτα από αυτή την τροπή. Έκλαψε κι εκείνη που τον ένιωθε να χάνεται, ξαφνικά, όπως ακριβώς ήρθε. Ό,τι τους ένωσε, δυνατό ως ήταν, δεν τους άφησε να χωρίσουν. Και συνέχισαν, σε ένα δρόμο δύσβατο, μαζί, χέρι – χέρι, αντιμέτωποι με όσα έμελλε να τους τσακίσουν. 

 Μέρες κυλούν, νύχτες που χάνονται, άγχος, τύψεις, ενοχές... Δύσκολα όλα όταν αγαπάς μα ανήκεις αλλού. Ο χρόνος δε φτάνει, αδύνατο να βρίσκεσαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα. Αδύνατο να εκπληρώσεις μια υπόσχεση δίχως να αρνηθείς μιαν άλλη. 

 Τι σημασία έχει αν η αγάπη είναι δυνατή; Ποιο το νόημα κάθε αρχής αν είναι πάντα η αρχή του τέλους; «Δε μπορούμε να είμαστε μαζί, δεν πρέπει. Δε μπορώ και δε θέλω να ξεφύγω από το παρελθόν μου. Σ’ αγαπώ μα είναι αδύνατο να σου προσφερώ όσα θέλω κι όσα αξίζεις. Μα δεν αντέχω να σε χάσω, μείνε κοντά μου, ως φίλη...» 

 Θυσία. Εκείνος που αγάπησε να πρέπει να σκοτώσει ό,τι αγαπά για χάρη μιας αγάπης άλλης, τόσο διαφορετικής μα και τόσο ίδιας. 

 Θυσία. Εκείνη που αγάπησε να βλέπει εκείνον που αγαπά να σκοτώνει τον έρωτά τους ζητώντας της να μείνει. Και να μένει. 

 Οι νύχτες πονάνε πια. Τόση σιωπή, τόση ερημιά. Το καλοκαίρι τέλειωσε απότομα, σαν σε μια στιγμή. Ο χειμώνας βαρύς και σκοτεινός μπροστά. Μια πάλη αέναη ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάτια που δε βλέπονται, λένε, γρήγορα λησμονιούνται. Κι ίσως αυτό να ήταν μια κάποια λύση. Μα πως να λησμονήσεις μάτια που δεν αντέχεις να μη δεις; 

 Τώρα η ελπίδα φαντάζει νεκρή. Το παρόν γεμάτο αναμνήσεις. Η προσπάθεια μεγάλη. Μα μέσα της καίει ακόμα η φλόγα του. Στο πλάι του, εκεί, ως της ζητήθηκε, φίλη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μη χαθεί απ’ τη ζωή της. Μα πάντα ερωτευμένη. Ευτυχισμένη με το ελάχιστο δυνατό των προσδοκιών της. Θυμωμένη με τον εαυτό της για κάθε φορά που έχασε τον έλεγχο των συναισθημάτων της ζορίζοντάς τον. Απογοητευμένη από μια ζωή που ποτέ δεν της χαρίστηκε. Βλέμμα ραγισμένο, πονεμένη καρδιά, ψυχή άψυχη πια. 

 Τη γνώρισα αυτή τη γυναίκα, τυχαία, ένα πρωινό, στο είδωλο του καθρέπτη μου. 
Εκείνη ήταν εγώ. 
Εγώ ήμουν εκείνη. 
Κι εκείνος που αγάπησα εσύ. 

Θυμάσαι;...

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Θυμάσαι;

Μια νύχτα ακόμα κι όλου του κόσμου η σιωπή στριμωγμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, του κελιού μου. Είπα απόψε να σου γράψω. Τις σκέψεις να αφήσω να ξεχυθούν μπροστά σου, σαν άλογα άγρια που ξέφρενα καλπάζουν προς κατεύθυνση άγνωστη. Να σου θυμίσω όσα μαζί ζήσαμε, σε χρόνο ανύποπτο, προσπαθώντας να κρύψουμε από όλους όλα εκείνα που μας έκαναν ευτυχισμένους, ξανά, έπειτα από χρόνια πολλά.

 Θυμάσαι;
 Νύχτες θερμές πλάι στο κύμα όταν μια ανάσα στο λαιμό σε έκανε να νιώθεις ρίγη, να χάνεις κάθε έλεγχο, καθώς τα όνειρα ξυπνούσαν απ’ το βαθύ τους λήθαργο κι αναζητούσαν την πραγματικότητα που τους έταξαν κάποτε πως θα ζήσουν;

 Θυμάσαι;
 Ένα βλέμμα καρφωμένο στο βλέμμα σου, γεμάτο υποσχέσεις για όλα όσα ποτέ θεώρησες αναγκαία συστατικά μιας πραγματικής ευτυχίας; Ένα άγγιγμα κάτω απ’ το τραπέζι, μακριά από τις περίεργες ματιές εκείνων που δε θα καταλάβαιναν ποτέ τι σε οδήγησε σ’ αυτό τον δρόμο;

 Θυμάσαι;
 Όλα εκείνα τα λόγια που πράξεις ορκίζονταν να γίνουν σε μέλλον κοντινότερο κι από τη φαντασία ακόμα, εκεί όπου ο έρωτας κυρίαρχος είναι και το γκρίζο χρωματίζει με τα χρώματα της ίριδας; 

Θυμάσαι;
 Τα σ’ αγαπώ που τόσο αβίαστα ψιθύριζες ανυπομονώντας να έρθει η στιγμή εκείνη που ελεύθερα πια θα μπορούσες να τα φωνάξεις δίχως να αναλογίζεσαι συνέπειες; Την ώρα εκείνη που μουσική και τραγούδι παλμός γινόταν στην καρδιά σου και οδηγός στα πιο μακρινά σου ταξίδια;

 Θυμάσαι;
 Ναι, θυμάσαι... Γιατί αδύνατο είναι να ξεχάσεις τη ζωή που πλημμύρισε τα κύτταρά σου, δίνοντας στις χαραυγές του παρόντος σου το χαμόγελο που πάντα αναζητούσες.
 Αδύνατο γιατί ο χρόνος που μας δόθηκε, όσο λίγος κι αν ήταν, ήταν εκείνος που έδωσε νόημα σε κάθε θυσία που χρειάστηκε να κάνουμε από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα.
Θυσίες που γκρέμισαν τα πάντα ώστε ξανά να χτίσουμε πάνω στα συντρίμμια. Κανείς ποτέ δε θα μάθει για τις θυσίες εκείνες. Μυστικό καλά κρυμμένο πίσω απ’ το χαμόγελο που στο πρόσωπο φοράς κάθε φορά που αναλογίζεσαι πόσο διαφορετικά ίσως όλα να ήταν αν η μοίρα το χρόνο μοίραζε διαφορετικά, αν όλα γίνονταν λίγα χρόνια πριν.

 Κανείς δε θα μάθει...
 Μα μην ξεχάσεις...
 Πάντα να θυμάσαι...

 Ζωή μου...
 Ψυχή μου...

 ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ!...


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Προσευχή...



Σ'όλες τις νύχτες που σφιχτά το χέρι μου κρατούσες 
 Στα μονοπάτια της χαράς που εσύ με οδηγούσες 
 Στις θάλασσες που αγνάντεψα μέσα στην αγκαλιά σου 
 Στη ρίγη που μου χάρισες με τα γλυκά φιλιά σου. 

 Σε μιας ψυχής ανασαιμιά που τώρα καταρρέει 
Στον πιο βαθύ μου στεναγμό που σύγκορμα με καίει 
Σ'εκείνα που ονειρεύτηκα και τώρα τα σκοτώνω 
Σ'όσα σου είπα "Σ'αγαπώ" και δεν τα μετανιώνω. 

 Μπρος στις στιγμές γονάτισα κι όλα όσα είμαι τάζω 
Για σένα φως μου τη σιωπή την έκανα τραγούδι 
 Και κάθε δάκρυ προσευχή σ'αυτά που θυσιάζω 
 Για να'ναι η ευτυχία σου ολάνθιστο λουλούδι..


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Ξανά θα ονειρευτώ...



Ξανά θα ονειρευτώ 
 Εσένα που λατρεύω τόσο 
 Αστέρι μου και φως 
 Τα όνειρα μου δε θα τα σκοτώσω 
 Θα μείνω να θυμάμαι 
 Το χρώμα των ματιών σου 
 Και κάθε μια σου λέξη 
 Κομμάτι απ'το όνειρο σου 

 Ξανά θα ονειρευτώ 
 Κι ας έχεις φύγει πια απ'τη ζωή μου 
Δεν ξέρω να μισώ 
 Ψυχή μου, αστέρι εσυ κι αναπνοή μου 
 Θα μείνω κι ας φοβάμαι 
 Της μοναξιάς το χρόνο 
 Μα πριν μ'αφησεις ακου 
 Πως τραγουδώ τον πόνο 

 Μες στου μυαλού μου τα στενά και τους διαδρόμους 
Μνήμες γυρνούν απ'όταν ήσουνα δικός μου 
 Λες μ'αγαπάς μα όλο αυτό δεν το αντεχεις 
 Σου ψιθυρίζω.. Μου 'χεις λείψει, να προσέχεις..

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Μ' ένα τραγούδι μοιάζω...



Χιλιάδες τρέχουν στο μυαλό μου οι εικόνες, 
 χρόνια θολά που κύλησαν γοργά, 
 πλήθος ψυχές που ζουν κλεφτά και είναι μόνες, 
 τόσες ελπίδες κι όνειρα νεκρά... 

 Τόσο σκοτάδι και σιωπή όλ(η) η ζωή μου, 
 πότισε δάκρυ πάλι η μοναξιά, 
 γκρίζα σημάδια (α)φήνει ο χρόνος στο κορμί μου, 
 βαθιά πληγή στο νου η λησμονιά... 

 Ώσπου σε γνώρισα μικρό μου πεφταστέρι, 
 λάμψη κρυφή σε χρόνο δανεικό, 
 δεν το περίμενα η ζωή πως θα σε φέρει, αγάπης κι έρωτα φιλί γλυκό... 

 Μ’ ένα τραγούδι τώρα μοιάζω... 
 Μια ροκ μπαλάντα που όλη γράφτηκα για σένα, 
 ντυμένη νότες απ’ τους χτύπους της καρδιάς σου 
 κι αγάπης λόγια κατακόκκινα βαμμένα...


Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ταυτότητα αγγέλων εκπεσόντων...



Ανοιξιάτικη νύχτα, καθάρια, λίγη ψύχρα κι ένας ουρανός γεμάτος άστρα. Σιωπή... Κι άλλη σιωπή... Ένα τριζόνι προσπαθεί να τη διαλύσει, μάταια όμως, παραδίνεται σ' αυτήν... Κι έπειτα σιωπή ξανά! Μια νύχτα σαν κι αυτή δε θα 'πρεπε κανείς να είναι μόνος. Μα τίποτα δεν είναι όπως θα 'πρεπε στον κόσμο ετούτο. Σκέψη πικρή και βασανιστική μα τόσο αληθινή...

 Η οθόνη φωτεινή, γεμάτη χρώματα κι εικόνες και μουσικές θλιμμένες. Πότε θα πάψει αυτή η μοναξιά; «Δε θα πάψει!», «Δε γίνεται να πάψει!»... Η φωνή μες στο κεφάλι της σχεδόν ούρλιαζε! Τόσα βράδια μόνη και κανείς πουθενά να απλώσει ένα χέρι, κανείς πουθενά να χαρίσει ένα χάδι, κανείς πουθενά να γυρέψει ένα φιλί...

 Το ραδιόφωνο στη διαπασών, μόνη συντροφιά για ώρες, φίλοι από κάθε άκρη του κόσμου μαζεμένοι σε ένα chat room, μοιράζονται στιγμές, σκέψεις, συναισθήματα, τόσο μακριά μα και τόσο κοντά. Ένα τσιγάρο στριφτό στο τασάκι, σιγοκαίει αφήνοντας πίσω μόνο καπνό και στάχτη, σαν και τη ζωή της.

Που είναι εκείνη η αγάπη που ονειρεύτηκε; Θα ‘ταν απλό είχε πιστέψει. Μια αγάπη θέλει αγάπη για να ζει, κι απ’ αυτήν είχε πολλή να δώσει σ’ εκείνον που θα τη ζητούσε. Λάθος εκτίμηση γεμάτη πόνο. Μια αγάπη θέλει αγάπη μόνο για να ζει μα δεν υπάρχει κανείς να τη ζητήσει...

 Ξαφνικά ένα συννεφάκι στην οθόνη, μια ειδοποίηση, ένα μήνυμα. Κάποιος φίλος που τη θυμήθηκε ίσως, ίσως κάποιο διαφημιστικό. Ένα κλικ και το συννεφάκι ανοίγει. Ένας γνωστός, από μακριά κι εκείνος, ρωτάει τα τυπικά. «Τί κάνεις; Πως τα περνάς;» κι η κουβέντα ξεκινά. Στίχοι και μουσικές που κάποτε γραφτήκαν η αφορμή, κι ερωτήματα βγαλμένα από μια ψυχή πληγωμένη μα όχι παραιτημένη. «Πόσο ψηλά μπορεί να φτάσεις μ’ ένα φτερό μονάχα;», «Πόσα δάκρυα πρέπει να χυθούν για να ξεπλύνεις μια πληγή;», «Πόσες ζωές χρειάζονται για να μάθεις να ζεις;»...

 Η καρδιά φτερούγισε, «Μου μοιάζεις!...» του είπε, «...μην πονάς, θα είμαι εδώ να σου κρατάω το χέρι, σ’ αγαπώ!». Κι ήταν κάθε της λέξη αληθινή, κάθε συναίσθημα βγαλμένο απ’ την καρδιά και την ψυχή. Δεν ήταν έρωτας, ήταν αγάπη... Αγάπη! Και το χαμόγελο καρφώθηκε στα χείλη της σαν ένιωσε πως κι εκείνος αντέδρασε το ίδιο.

 Ίδιοι ήταν, έκπτωτοι άγγελοι, μ’ ένα φτερό στον ώμο ο καθένας, καταδικασμένοι ν’ αναζητάνε τον Παράδεισο μέσα απ’ της Κόλασης τις φλόγες. Μα η Μοίρα τους υπεύθυνη δεν ήταν για όσα τους βασάνιζαν, όχι, δεν ήταν εκείνη που έφταιγε. Οι επιλογές τους ήταν η μόνη αιτία για κάθε πόνο... τη Μοίρα τους την όριζαν οι ίδιοι! Κι αυτή τη Μοίρα ένωσαν οι δυο τους αναζητώντας γι’ ακόμα μια φορά τη λύτρωση μέσα από την ανάμνηση των επιλογών τους, εκείνη την ανάμνηση που τις πληγές τους κράταγε ανοιχτές!

 Ένα τηλέφωνο χτυπάει. Είν’ η φωνή του! Ζεστή φωνή, σαν αγκαλιά, την παγωνιά που διώχνει. Η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή, προσπαθεί να το κρύψει, δε θέλει εκείνος να καταλάβει. Αδύνατο! Το κάθε της συναίσθημα μ’ αγρίμι μοιάζει, τις αλυσίδες κομμάτια κάνει και ξεχύνεται ελεύθερο, δίχως κανένα δισταγμό. Παρουσιάζεται εμπρός του και περιμένει τη στιγμή που εκείνος θα απλώσει το χέρι, δίχως να γνωρίζει το χάδι του αν θα νιώσει ή την οργή του.

 Αγάπη ήταν που έγινε έρωτας, και θέλησε όσα του έμελλε να ζήσει, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μα είναι η απόσταση φονιάς, σκοτώνει κάθε προδοκία, δηλητηριάζει κάθε στιγμή, κάνει τα όνειρα εφιάλτες. Και κάθε πράξη αδύνατη φαντάζει! Δεν είναι όμως... Αρκεί να δοκιμάσεις τη Μοίρα σου να ορίσεις ακόμα μια φορά! Κι ας είναι λάθος ο ορισμός, ας είναι λάθος κι ο προορισμός ακόμα. Σημασία καμιά δεν έχει! «Δως μου ένα δρόμο να διαβώ, ταξίδι για ν’ αρχίσω, δίχως κανένα προορισμό, κάθε στιγμή να ζήσω»...

 Δεν είναι λογικό, δεν πρέπει να γίνει. Όταν φωτιά θα παίρνει το κορμί ποιά θάλασσα θα ‘ρθει για να τη σβήσει; Μάτια υγρά και πόνος στην καρδιά. Αλήθεια ήταν, κάθε συναίσθημα, μα τώρα χρειάζεται να πάψει να υπάρχει. Πόση ειρωνεία θέε μου... να πρέπει να πονέσεις για να αποφύγεις τον πόνο... Το τίμημα της λογικής είν’ ακριβό και με ψυχή πληρώνεται!

 Τώρα απέμειναν μονάχα οι αναμνήσεις, τόσο λίγες, τόσο έντονες... Πληγές ανοιχτές, ταυτότητα αγγέλων εκπεσόντων!

 «Στα μάτια σου ζητάω να χαθώ, μα εσύ τα βλέφαρά σου κλείνεις, στην αγκαλιά σου θέλω να κρυφτώ, σαν πληγωμένο, ο έρωτας, αγρίμι...»

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Θυμάσαι;


 Θυμάσαι κάποτε που ήμασταν παιδιά, 
 το πρώτο σκίρτημα, το πρώτο αίσθημά σου, 
 τότε που όνειρό σου είχες δυο φιλιά 
 και ανταπόδοση στον πρώτο έρωτά σου; 

 Θυμάσαι, πες μου, χίλιες νύχτες μοναξιάς, 
 σα να χωρούσαν όλες μέσα σ' ένα βράδυ, 
 εσύ επαίτης, μόνο αγάπη να ζητάς, 
 και μόνο σύντροφο σιωπή μα και σκοτάδι; 

Πρώτη φορά δεν είναι που αγαπώ 
 μα σαν την πρώτη τη φορά τα πάντα νιώθω, 
 σ' ένα σου βλέμμα θέλω να χαθώ, 
 τον έρωτά σου έχω τώρα μόνο στόχο! 

 Θυμάσαι που έλεγα "φοβάμαι ν' αφεθώ"; 
Πώς να σε νιώσω τόσο που είσαι μακριά μου... 
δύναμη όμως που να βρω ν' αντισταθώ 
όταν τη σκέψη κυβερνάς και την καρδιά μου; 

 Πρώτη φορά δεν είναι που αγαπώ 
 μα σαν την πρώτη τη φορά τα πάντα νιώθω, 
 σ' ένα σου βλέμμα θέλω να χαθώ, 
 τον έρωτά σου έχω τώρα μόνο στόχο!

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Η απουσία αγιάτρευτη πληγή...

Μουσική - Ερμηνεία: Παπαποστόλου Βάγια Ενορχήστρωση: zero project Στίχοι: Κυβερνητάκη Μαρία


ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΜΠΩ...

Οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεχύνονται σαν άγρια άλογα που ελεύθερα καλπάζουν σε καταπράσινα λιβάδια...
Θεατής, ανήμπορος να τα ελέγξω, εγώ...
Το ποδοβολητό τους αισθάνομαι στο στήθος μου μέσα κάθε φορά που μια γραφή ολοκληρώνεται...
Παίρνει ζωή, οργανισμός αυτόνομος, μοναδικός...
Αναμνήσεις ενός μελλοντικού ονείρου...
Ξεκομμένο από κάθε παρελθόν ή παρόν...
Ικανό να προσφέρει τον Παράδεισο μέσα από της Κόλασης τις φλόγες...
Την ψυχή μου μπρος στα μάτια σας ακουμπώ...
Απόψε...

Page copy protected against web site content infringement by Copyscape
Blog Widget by LinkWithin